- κάμοιτε
- κάμνωwork: aor opt act 2nd pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κάμοιτε — κάμνω work aor opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek